παρεξέλκω

παρεξέλκω
Μ [εξέλκω]
παρασύρω κάποιον, τόν οδηγώ κάπου με απάτη («ἔργον ποιούμενοι ὅπως Ῥωμαίων τινὰς δόλῳ ἐπὶ τὴν κατὰ νώτου ἐλλοχῶσαν παρεξελκύσωσι στρατιάν», Κίνναμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”